Εξαίφνης


«Η ψευδαίσθηση μάς έχει μετατρέψει σε περιηγητές και ερευνητές της «ερήμου της πραγματικότητας»

(Η πολλή ευλάβεια σωματοποιημένη από πένθος, δεν άφηνε το βλέμμα να δει παρά ως εκει που οδηγούσε η ακτίνα του άστρου αυτού…)

«ο συγγραφέας είναι αυτός που γράφει παρά αυτός που εμπνέεται…»

Απαιτείται Ορεία Κρύσταλλος για να άρει εντός της το σωρευμένο αμμώδες στου ημερολογίου τα πόδια και να το υψώσει στη διαφάνειά του διαφάνειά της! Μέσα σε μια ευκρίνεια αστράφτει το νόημα, η σημασία, ό έρως.
– χαώδεις ασάφειες –

***

Ανθρακεύσεις(dtερμητισμός)

Ρίξε κάρβουνο (Γ.Κ.) από την άλλη μεριά του
Ήλιου ν αναπνεύσουμε
Με ατσάλινη θέληση σταυρών
Θησαυρίζοντας κάρβουνο –καρδιά του ήλιου
Γαλαξιακή σκόνη
Και σπορές
Πολυσπορίτισσα άνοιξη
Να ριγίσει σύμπας ο χρόνος
Τούτος ο χρόνος που διαβαίνει δεν είναι σύμπαν
Πού σβήνει; Πού χάνεται;
Κάρβουνο.Όλα
Κάρβουνο;

Με του Γ.Κ. τα πανιά!
(σαλπάρω)

Ξανακοιτάζοντας το δυσμικό ήλιο είδα τα
«μονοπάτια των δαιμόνων!»
_________________________

Ναοί στο σχήμα του αστού.
(αντίφαση ο προλετάριος).
Δουλεύει τον αστό. Χαράρι άχερα
Και κάρβουνο θάναι ο θησαυρός!

*

Αστράχνες

(Δείξε μου τον άνθρωπό σου να σου δείξω το θεό μου)

Να γράψω εδώ κίτρινο αλάτι
Να γράψω εδώ κόκκινη στάχτη
Να προσθέσω κυανό των θόλων
Κι ότι απέμεινε από δάση σε ξύλο
Κι ότι ζητά η αντίληψη να βρει ,ότι το ανικανοποίητο,
Την αναγκαία εύρεση, το σπάνιο πέτρωμα
Και το όνειρο της πέτρας που μεταμορφώνεται
Γίνεται στήλη -στη θέση μας- γίνεται άγαλμα
Και σηκώνει το βάρος των ναών
Την ιερότητα των βωμών, των πηγαδιών τη διάρκεια,
Τα κάστρα, τα θέατρα, τέλος το ιερό σήμα: αρχή μεταφυσική
Αετός με κεραυνούς στα νύχια, ούτε μια βέργα,
Ούτε μια ραφή κίονα ιωνικού δωρικού κορινθιακού,
Όλα σε τέμπο ηπειρώτικο Η πόλη χωνεύει
Και στου Ζαλόγγου το χορό το ξέρω μας πέφτει ξερό.
Να γράψω εδώ κόκκινο αλάτι
Να γράψω εδώ κίτρινη στάχτη.
Από μια ανύστακτη ανάγκη να προχωρήσουμε μέσα στην τέφρα.
Φαράγγια της μνήμης. Περί ορθοστασίας πρόκειται
Που αποδεικνύεται βαδίζοντας, περπατώντας την κορυφογραμμή
Κοιτάζοντας και από τις δυο της μεριές
Να γράψω εδώ κίτρινη σκόνη.

*

Βαθύ νερό

Στο Σούλι στα πηγάδια είδα τον ήλιο να ανατέλλει
από τα μάτια σου.
Στο Σούλι στα πηγάδια είδα τη μορφή μας να τρέμει
στον καθρέφτη του βυθού.
Στόματα του βυθού αποκρινόταν με τη φωνή μας
υποδυόταν τη μορφή μας.
Στο Σούλι στα πηγάδια η δίψα μας ήταν βαθιά σαν
τα πηγάδια.
Πολλαπλή σαν τα πηγάδια.
Της ιστορίας το Δόξα Σοι, δάφνες φλόγιζαν τον ουρανό.
Τον ήλιο είχαν τα μάτια σου από κάθε ιστορία πιο ψηλά
Κάθε πηγάδι τη φωνή σου
Σε κάθε βυθό χάραζε η μορφή σου τρέμουσα φλόγα.
Πατρίδες του αγνώστου καταφύγια του νόστου.
Όλη η ουσία του νερού στη χούφτα σου.
Εις Σούλι: Εκεί που είναι το πιο ψηλά εκεί είναι το πιο βαθιά.
Όλη η ουσία του νερού στη χούφτα σου με δίψασε.
Με ξεδίψασε.
Μάτια χρυσά υψηλή μορφή κι όλο ανεβαίνεις.
Αετός τα μάτια σου κρύβουν τον ήλιο.
Σπουργίτια τα μάτια σου φέρνουν τον ήλιο.
Στο Σούλι στα πηγάδια είδα τον ήλιο να ανατέλλει
από τα μάτια σου πηγάδια να σε πεθαίνουν βαθύ νερό
κοντά στον ουρανό της αγάπης γεννητούρια.

*
Δηξίθυμο βέλος

Με περπατησιά ανέμου βαδίζεις τα αόρατα
Αβέβαιο σαν σκίρτημα και σαν πόθος
Στου πάθους τα μέρη ρίπισμα κύματος
Κιμωλία μελάνη φόντο μαύρο φόντο λευκό
Πέλμα πιο απαλό από νερό στη λεπίδα του χρόνου
Οδύνη και λαύρα στιγμές που ομορφαίνεις
σαν εσύ άνεμος στα κλαδιά μουσηγέτης

βυθισμένη θερμότητα γη του αθεμελίωτου
-πυρήνας από κάρβουνο και πάγο
σαν εσύ πέλμα πιο απαλό από νερό
στη λεπίδα του χρόνου οδύνη και λαύρα
άνεμος στα κλαδιά μουσηγέτης
γιατί το ποίημα θέλει να είναι
γη του αθεμελίωτου βυθισμένη θερμότητα
Με περπατησιά ανέμου βαδίζεις τα αόρατα.

*

Ο θόρυβος του χρόνου

Η λάμψη του ενός αν γεμίσει το λιοπύρι
του μεσημεριού με φως δε θ αργήσει
όχι δε θ αργήσει μελαψός ήλιος να μας
κάνει χατήρια

Η λάμψη του ενός αν μελανιάσει το μεσονύχτι
ώς τα κατάβαθα δε θ αργήσει
όχι δε θ αργήσει τα μελανούρια να φέρει
στην ακτή ζήλος
ώρα που οι ακτές
θα έχουν ανασχέσει των αχτίδων το ποδοβολητό
ψάρι αυγό σπέρμα αίμα αλάτι άμμος νερό
ιώδιο λέπι αγκάθι φλόμος
ατσάλινο κύμα νικητήριο
κι εμείς να επιστρέφουμε στο καβούκι μας!
Ναυαγέ του σύμπαντος
Μήπως έκανες λάθος στην ακτή
Εδώ οι θάλασσες καίνε!

*

Χασμόδεντρα

(:ριζώνουν στις σχισμές των βράχων στα χάσματα χαράδρας)

Σε γέννα σε θανή
Γιατρός παραδίνει σε ιερέα

Δείχνοντας
Στη ζωή στο θάνατο
Το ιερό.

*

Αρμυρίκια από αλισάχνη

Κι από βυθούς γλώσσας νόημα ν ανασύρω
Να βαθύνει το μάρμαρο στις κόχες των ματιών
Μη φοβηθείς της καρδιάς κόμπους αίματος
Που στροφοδινούνται. Στεφανιαία δρέψου
Κόψε αυτό το ρείκι βάλλ το σε αυτί περήφανο
Από δροσιές δρέψε άρδεψε στέρξε
Ρόδι που δάγκωσες ,βαθυκύανο, καταστερισμοί
Στο μέτρημα της αβύσσου κόβεται το σκοινί
Η ακτίνα μας επιθεωρεί το χάος
Από ρηγματώσεις αντλεί, έλκει
Δέντρο σκοτεινό ο ήλιος οι ρίζες
Είναι μέσα μας ακτίνες. Έριξα την πετονιά
Κατάπια το αγκίστρι. Εσύ ψάρι μου θα με ψαρέψεις
Αντί να βγεις στη στεριά θα βγω στο πέλαγος
Πέλαγος ομορφιάς. Αλήθεια ,βαθύκλωστη αρμυρή
Χρυσό ψάρι στην ακτή του σκότους.

*

Στο «σπίτι των σκιών»

Τοπίο χρόνου η ψυχή τρεμόσβηστο.

Τρεμόσβηνε στ ακροδάχτυλα η ψυχή
Μόλις που την άγγιζε μόλις που την έβλεπε.
Ανεπαίσθητη φλόγα κεριού
Πεταλούδα νυχτερινή
Γυροφέρνει
– φλόγα πεταλούδα ψυχή-
με κίνδυνο να καεί με κίνδυνο να σβήσει.
Τότε ένοιωσες την ανάγκη να τακτοποιήσεις
Τα ατακτοποίητα.
Να κάνεις
Κατάλογο πραγμάτων του χρόνου
Σαφές περίγραμμα του σπιτιού των σκιών
Πώς ζούν εκεί
Το θάνατο
Στο «σπίτι των σκιών»;

Ήθελες ορίσει σημάδια στου ταξιδιού τους τρόπους
Να κερδίσεις πράγματα από το λήθαργο.
Να βάλλεις κάθε μνήμη να ψιθυρίσει τον κόσμο της.
Σχεδιασμένο χτίσιμο Η ΤΕΛΕΤΗ πλαίσιο μύθου
Ομαδικής ψυχής. Προτεραιότητα γιορτής. Περνάς της
Κοινωνίας το βρόχο. Περνάς και το ένστικτο. Αγγίζεις τη ζωή;
Μεταγγίζεις μια κοινότητα στο κορμί σου
Μονοκάτοικος πολυκατοικίας;

*

Λοξή αντιφεγγιά

Η πέτρα της χαράς
Είναι από χάσμα τάφου που κύλισε,
Κι ήρθε ζωή
Ήρθε φανέρωση ζωής
Στην πορεία μας προς Εμμαούς

Δάσκαλέ μου, οι φλόγες του κυπαρισσιού
Μας εικονίζουν;

Τσακίζει το χώμα
Της αβύσσου ίασμος;

Τι είδους τριάδες είμαστε του εσχάτου;

*

Νύχτες του Νεοπτόλεμου

Με την προσοχή εκείνη που δε γίνεται εξυπνάδες
Περνάς στη μέσα μεριά του ιστορικού

Και αόρατου θίασου μουσική διαπέρασε σαν καφτό
Σίδερο την καρδιά μας
Οι χαμένοι ακόλουθοι του Διονύσου είδαν θεού
Την ανάληψη
Η γλώσσα τους πύρινη λευκή φωτιά
Αστραπής που τρύπησε τον ουρανό.
Με πύρινη γλώσσα διαλάλησαν.
Μυστήριο αστραπής των εσχάτων έδενε
την αρχή των βημάτων.
Εκεί που σκιρτά το αίσθημα είναι έτοιμο
Να αναβλύσει το μυστήριο.

*

Αφειδώς αλφάδι

Όπως γλαύκα φώλιασε στον Παρθενώνα η σοφία
Μαγεύτηκε στων μαρμάρων τις ραβδώσεις,
Στου κτηρίου το πέταγμα.
Κι όταν η Πολιτεία μπήκε στη σκοτεινιά
Είπε ύμνο μεγαλόπνοο να τη φαιδρύνει.
Πλάτεια πάθη ιερού σύναξη πυκνή στο βράχο.

Έργο με παρακίνηση. Το τέμενος γεμίζουν ποταμοί
Φλέβες φερέβιες γης.
Όλη η εικόνα τους ηχεί στο θόλο, μια ενέργεια
Που κάνει το ηχείο μας να πάλλει. Ακουστά επεισόδια
Βιώσεις γης απέραντης, ανοιχτής ολόγυρα
Και υγρής σαν την ανάσα μας
Ενεργειακό άπαν.
Στην Πενταποταμία της*πήγα να πλύνω το μαντήλι μου
Κι έβαψαν και τα πέντε, Γιάννη μου!

*Εγκατάσταση της Δανάης Στράτου
για την Ολυμπιάδα 04 στο Μέγαρο 2.09.04 ε

*

Η Σονάτα της μοναξιάς

Απόψε εγώ γεννήθηκα. Απερίγραπτη χαρά χρωμάτων, απερίγραπτη χαρά σιωπηρής μουσικής από συμφωνία ταπεινή, διηγηματικό δρόμο. Φωνές μουσικές ακτινώθηκαν στο τελάρο στην σελίδα ,κι έγιναν πίνακες , ποιήματα, πεζές εκτινάξεις ,πυρπολήσεις τοίχων δια στίχων.Ένας κόσμος κινήθηκε στα έγκατα της Γκαλερί. Ο Απρίλης μας κύκλωνε σκοτεινός, βροχερός, στην πραγματική φορεσιά. Ήπιαμε το κρασί της δάφνης, η μέθη μας φούντωσε στα κλαδιά ζωγραφιστών δέντρων ξυπνήσανε τα πουλιά και μίλησαν με φωνούλα.
Κάθε φωνή κι ένας σταθμός κάθε κλαδί συγκίνηση κάθε λιμάνι καημός πανηγύρι χρωμάτων ,έχει αρχίσει ο μαγικός χορός ανάμεσα σε μαγνήτες ματιών, πίνακες και κείμενα, υφαίνεται αδιόρατος, κάτω από το δέρμα των ψυχών ,αναστενάρικες διαδρομές, πήδηξαν τα κάρβουνα από τα θερμά βλέμματα των δημιουργών, μπήκαν στην καρδιά. Καίει το στήθος. Λαύρα και φωτιά έμπνευσης, λαύρα και φωτιά σαν μεγαλοπαράσκευο της μνήμης μ έκαψε πιο βαθιά ο δρόμος της διήγησης μέσα από το «ποτάμι» του Χούλιο Κορτάσαρ κι είναι καυτή η έρημος με το νηπτικό μανδύα δεν είναι τα άνυδρα τα μεταξωτά είναι ένα δέρμα από μνήμη λεπιδόπτερων κι από πέταλα ανθένια «φτιαξιά υμενόπτερη», ρόδα στο άσμα των εικόνων, ακουστά αρώματα σαν φωνές, αφές που ανάβουν το χιόνι των σωμάτων, νιφάδες πεταλάνθια λεϊμονιάς ραίνουν πασχαλιές μέσα από το τούνελ μυστικό του μεγαλοβδόμαδου ώ ο καβαλάρης της βροχής ώ Συ ντύσου την άνοιξη φαντασία μου μοιχή είμαι ολόγυμνος για να σου δωρίσω ρούχο την πολυτέλεια της χαράς άδολη χάρι σαν ασπασμό σε εικόνα θαυματουργή σαν τάμα για την άνοιξη ,Συγκομιδή ερήμου. «Πέρασες χωρίς αγωνία δεν κατάλαβες πού ήσουνα».

*

Με το βοριά το Βίκινγκ

Πέρασαν χρόνια
Κι άλλα χρόνια
Πέρασαν σαν τα πελαργόνια
Ύψωνες το μέσα κύμα
Κατάρτι αιγαίο ποίημα
Εικόνα που μεγάλωσε
Ολόασπρη φωτοβολή μαλλιά φλόγα
Έρωτας Βίκινγκ βοριάς
Κύμα αιγαίο μεσούρανο
Το μεσημέρι δίπλωνε την ακτή. Σε πλάγιαζε , σε τύλιγε.

Μνήμη ανάβει ολόλευκη ανταμοιβή

Πέρασαν χρόνια
Κι άλλα χρόνια
Πέρασαν σαν τα πελαργόνια
Ήρθε;
Σε τύλιξε βοριάς;

Το ποίημα ανέβαινες λευκή
Όρθωνες κατάρτι
Λευκού ολέθρου έβενο!

Έλα με ποίημα
Ολόφλογη μαρμαρυγή λευκόμαυρη
Έλα με βοριά
Έλα με νοτιά
Φούσκωνε πανιά
Τίναξέ μας τα μυαλά
_______________________
Το ποίημα αντέχει
σε πήρε μέσα του
το ύψωσες κατάρτι αιγαίου
ολόφλογο
το τύλιξε βοριάς
(με γλώσσα κατακόκκινη
σαν την καρδιά του κόσμου!
» Ώχ μνήμη
που είχες μέλλον!
Να με πετύχεις με εικόνα.
_____________________
Έλα με Αιγαίο ποίημα
λευκό, κατάρτι έβενο.
Έλα, με διάφανο, κορμί
κρουστή αστέρια
γλώσσα τρυφερή!