Πόλη χωρίς προσανατολισμό σπρωγμένη από το βάναυσο.
Πόλη ανάμεσα, έξω φωτιές. Πώς ζούμε εδώ στην πόλη αυτή
που μας ζώνει το άπελπισμένο,που σε κάθε βήμα το απρόσμενο;
Αναμενόμενο να συμβεί καθώς υπνοπότης ο εγκάτοικος,
νάρκης ηδονή αποικήθηκε η συνείδηση.
Εισήλθε το έκνομο από όλες τις μεριές
καθώς θάλασσα σε πλοίο που βυθίζεται.
Μορφή ασφυξίας.
Στα δυο η ζωή. Ιονισμένες ατμόσφαιρες.
Βαθιά στον άσχημο καιρό, να και πτώσεις που γιορτάζονται,
λες και δε θα ‘ρθει η δικιά τους.
Τα τείχη της Ιεριχούς αντέχουν ένα φύσημα ακόμα.
«Πηδούσαν φλεγόμενοι σαν από Τείχος
πηδούσαν από τον ουρανό και γη δε βρήκαν
Τινάζεται ουρανοθέμελα σμίγει ο άλλος θόρυβος
πυρήνας και πυρήνας .Θυσιασμένα.»
Η περιγραφή δε σχίζει το μήκος καθώς έρχεται από ψηλά.
Πως θα κοπώ μες στο όνειρό σου το ξέρω
ύστερα θα διπλωθώ. Δε θρηνώ για το τέλος.
Αίμα καίει η μηχανή.