Δεμένα μάτια

Πόλη χωρίς προσανατολισμό σπρωγμένη από το βάναυσο.
Πόλη ανάμεσα, έξω φωτιές. Πώς ζούμε εδώ στην πόλη αυτή
που μας ζώνει το άπελπισμένο,που σε κάθε βήμα το απρόσμενο;
Αναμενόμενο να συμβεί καθώς υπνοπότης ο εγκάτοικος,
νάρκης ηδονή αποικήθηκε η συνείδηση.
Εισήλθε το έκνομο από όλες τις μεριές
καθώς θάλασσα σε πλοίο που βυθίζεται.
Μορφή ασφυξίας.
Στα δυο η ζωή. Ιονισμένες ατμόσφαιρες.

Βαθιά στον άσχημο καιρό, να και πτώσεις που γιορτάζονται,
λες και δε θα ‘ρθει η δικιά τους.
Τα τείχη της Ιεριχούς αντέχουν ένα φύσημα ακόμα.
«Πηδούσαν φλεγόμενοι σαν από Τείχος
πηδούσαν από τον ουρανό και γη δε βρήκαν
Τινάζεται ουρανοθέμελα σμίγει ο άλλος θόρυβος
πυρήνας και πυρήνας .Θυσιασμένα.»
Η περιγραφή δε σχίζει το μήκος καθώς έρχεται από ψηλά.

Πως θα κοπώ μες στο όνειρό σου το ξέρω
ύστερα θα διπλωθώ. Δε θρηνώ για το τέλος.
Αίμα καίει η μηχανή.

Ένα κομμάτι θύελλα

Επειδή είμαι εκτός θέματος
μπορώ να είμαι και εκτός θανάτου;
Με το θάνατο θέλω να είμαι υπερβολικός,
όπως δεν είμαι με τη ζωή,
ειδικά όταν με αφορά προσωπικά

ε,τότε ,ειδικά ,θέλω να του τσακίσω τα κόκαλα ,
και πιο καλά για πάντα
να του τσαλακώσω τη ζαριά με «κόκαλα» πειραγμένα.

Όλα πεθαίνουν .Τίποτε δεν πεθαίνει.
Εδώ συνομιλώ εγώ. Εσύ θάνατε
αλλού έχεις επικράτεια.
Εδώ συνομιλώ εγώ. Του κραταιού αθανασία μιλώ.

Ρίχνω στην πριονοκορδέλα όλα τα ξύλα που είναι για σχίσιμο.
θάνατο εσύ
ζωή εγώ
Δεν τα μοιραζόμαστε. Τα κατέχουμε.
Ωπ,σε τσάκωσα. Σε γράπωσα.
Και ιδού εγγύηση υψηλή. Η απειλή σου
διατρανώνει το άσειστο,ύπαρξη,βραχώδεις όροι.
οπτική αγωνία.
Η στάθμη της ύπαρξης δεν υποχωρεί ούτε κατ ιδέαν
ίσως μάλιστα ανέρχεται καθώς βυθίζεται το τιποτένιο
κατά το ορθώς λεγόμενο.
Από τα κλίματα μού ταιριάζει εκείνο της ψυχής
που καταλύει το ψύχος
έλα μέσα στο ποίημα. Σιγουρέψου εδώ.
Διαλείπουσα στιγμή. Ένα κομμάτι θύελλα. Απέθαντο.
Πάμε ψυχή μου. Δεν έχω τίποτε να προσθέσω.