Ήτανε μάτια κι άστραψαν

Και πέρναγε μέσα από ίσκιο και πέρναγε μέσα από φως
ήταν ευφρόσυνο αύγασμα έδειχνε το χαρωπό
Έδειχνε το χαρωπό αναύλισμα σαν από πηγή
κάτω από βράχο που αναβλύζει μουσικά φωνή ήχος

Ήτανε μάτια κι άστραψαν στο ημίφως
Τώρα, εγώ, πετάω κλειδιά δε θέλω άλλο αίνιγμα
να ανοίγω ,περιφέρομαι στο άδειο κροτώ το κενό

Γιατί αλλιώς θα ήταν σαν να μας βύθισε αποτρόπαιο χέρι
το ζων όμως δε θέλει παρά να ανυψώνεται

Μέρα θανατερή σαν μοίρα
Τα μνήματα στη θάλασσα, κύμα παφλάζει
στ’ ανοιχτά κεραμεικών του χρόνου.
Σαν πιείς Περγάμου αλαφρό νερό
ημερεύει της ματιάς σου δίψα.

Είμαι αυτός που μόνιμα φεύγει αέναα προσωρινός.
Ο ζήλος να μείνω με διώχνει. Γιατί αυτός ο ερχομός
ήταν για πάντα ερχομός ,η αναχώρηση είναι κι αυτή για πάντα.

Γι αυτό σε αντέχω γιατί μου περνάς

Ποιά είναι η αυγή που ακούω να τραγουδάς
κι η ομορφιά ποιά είναι που φαίνει την αλήθεια;

Απόλλων εκβαρβαρωμένος,ντυμένος με του Μαρσύα το δέρμα,
πάτησε την αληθή μουσική,πάτησε εμάς. Είναι χωρισμός
από το χθόνιο,απόδοση του μώσαι στο θείο,
τσακισμένη χορδή.

Οι εσοχές της έσω ψυχικής σάρκας ω σύννεφο
στο χρώμα σου στέκομαι
αυτό σου παίρνω γιατί είναι πιο από σύννεφο διαβατικό,
από την πέτρα σηκώνω το τραχύ της στην αφή
είναι γιατί το φως το ‘χει δίπορτο για μέσα μας
κι από λαούς ένας πάνω στον άλλο θεοί μουσικές όργανα
η ξανάνοιξη ένα άλλο φως

Η πόρτα έδειχνε στο βορρά,ήτανε πολικό το αστέρι
που σίμωσε στο πρόσωπό σου ένιωσες το νερό να αναβλύζει
ίδια αυγή
Τα χρόνια εκείνα δεν έφυγαν μέσα καλούν
μ εκείνο το δροσερό των φύλλων γάλα
Μα πριν να γεννηθείς ήταν ένας πόνος
από μέσα του γέννηση και είσαι
Κι άκουσα το τραγούδι της νύχτα να καλεί
σαν από εφιάλτη την απαλλαγή όμως δεν ήρθε

Ήρθες και ήρθες ολομόναχος σε μια φωνή
που απελπισμένη έκραζε κι άλλος δεν ήρθε

Αστράφτει το νερό στην άμμο είναι σαν καλοκαίρι
καθόλου λιγότερο δεν αστράφτει στο φρέσκο χιόνι
θερίζω τα βράδια μου παραθερίζω στη σιωπή
των βάλτων με τους γρύλους για μοναξιά
Ένα σπαθί με χώρισε από τον ύπνο της ορφάνιας
σκίζοντας τη νύχτα αυταπάτη
Μα αφού τίποτα η μουσική δεν κρύβει
ούτε και το χορό μου κρύβει μήτε το γέλιο του

Γι αυτό σε αντέχω γατί μου περνάς
με την τέχνη της ομορφιάς σου γαλάζιους ήχους
στην ψυχή
Γι αυτό σε αντέχω γιατί σ επιθυμώ

Έκατσε μες στο τρυφερό,σκοτάδι το αντιλήφτηκε
και πάει μέρα καημού,
δεν έδειχνε η πυξίδα τα πρεπούμενα κι έσβησε
αυτός μέσα σε άργητα
κι είχε θυμούς
άπρεπους θυμούς μα δε βλαστήμαε
Γιατί το ρήγμα ονόμασες του χάους γένος
όλο το φως δεν θα το αποσκεπάσουν
Μαστιγώνοντας πρόσωπα