Στο τσακισμένο όλο

Νεοκλής Κυριάκου «Στο τσακισμένο όλο»

Στο τσακισμένο όλο

 

 

Στο τσακισμένο όλο του κόσμου στην ακτή
ριγμένος
ξεβρασμένο θαλασσόξυλο
χώνω νύχια στην άμμο
κάτι πιο στέρεο απ το νερό
που δεν παραιτείται με λύσσα
να με διεκδικεί και πάει να
με ξαναρπάξει για τα βαθιά
ασυναίσθητα γαντζώνομαι
κι ας μη θέλοντας γλυτωμό
Πολυσύχναστες ακτές τι να σας κάνω;
Δίχως ακτή. Και κόσμο δίχως. Πεταμένος έξω. Έξω απ’ το χρόνο.-

 

 

 

 

Βένθος

 

Νεοκλής Κυριάκου εποίησε για το “Βένθος”

βένθος

Περνούν σκιές νύχτα μεγαλοπαράσκευου
και τους τρώει το αίνιγμα, το εντάφιο ψυχολόι.
Πάνω κάτω στο σκοτεινό φυλάκιο
ένα κόκαλο διαβάζουν ψιθυριστά. Αβάσταχτο μαράζι.
Αναμέτρηση θανάτου. Σύνορα χάρου κα χαραυγής. Χαράζει.
Μυητήριο μυστήριο. Σπουδή (γιά πιό γρήγορα;) του κόκαλου.
Κόβεις σβέρκο; Απολιθώματα αστραπής; Ύστατα φλας μνήμης;
Πονούν τα χέρια, ξεριζώνονται από τους αγκώνες,
φέρτε βοτάνια να πλέξει το μυαλό παρηγοριές
να πενθήσει το μαύρο πάνθηρα.
Βόσκει το μαύρο τις ψυχές ,βόσκει ψυχή το κρυόμαυρο.

Πένθιμες προσευχές, νύχτες άραχλες, σκοτεινά σκοτάδια ντζάτι.

Ράσο χιονιάς.

Και τ αστέρια πέφτουν.

Βάλλε γλώσσα , κλώσα μυστηρίου, βάλλε.
Γλώσσα να μαζέψει τα σβησμένα αστέρια του ωκεανού.
Βάλλε γλώσσα τη στάχτη των αστεριών να ψιθυρίσει.
Με το μόνο ψίθυρο στην αφωνία του στερεώματος
πλέξε τραγούδι, δώσε στολή μαύρο δέρμα
στα σφαχτάρια της ύπαρξης, άφωνη μουσική,
σύμφωνα και φωνήεντα, νότες της σάρκας,
νοτιά έ νοτιά έ άκοπε, έ με άκοπα μαλλιά
τραγουδιστή νοτιά σβήσε τ αυτιά,σβήσε το βάσανο
σβήσε την ακοή του κόσμου,σβήσε μέσα στην απεραντω-
σύνη,την άβυσσο απεραντωσύνη,σβήσε το απεγνωσμένο
ώ ρίγος της ανεπάρκειάς μας, ώ δαιμονότητα.

Σε ζητώ

ε 5

αναζητώντας
ιδέα
από ενδείξεις εποχών
όλο το σιωπηλό του χρόνου
που σαν νεράκι έτρεξε
στα γεφύρια του ουρανού
μνήμη είναι μέσα μας
Στις κβαντικές συνθήκες ο παρατηρητής επεμβαίνει παίρνει μέρος στις διαδικασίες του πειράματος είναι μέρος του.Αν δεν παρατηρεί το αποτέλεσμα είναι άλλο.
Σκέφτομαι ακόμα τον αρωματοποιό το χρυσοχόο τον αλχημιστή.Στο ηλεκτρονικό άδυτο το ποίημα μεταβάλλεται μπροστά στα μάτια μας καθώς το κοιτάμε.Ανοίγεται αλλιώς σαν πιάσουμε διάλογο μαζί του.
Εδώ βλέπω ένα ακίνητο χορό.Τα φύλλα ξαναγυρνάνε στα δέντρα.Το αττικό τοπίο στροβιλίζεται σαν φουστάνι της Παλλάδας.Το δόρυ της ξαναχαράζει με ιώδη πυρετό τις κορυφογραμμές.Και μας λέει ότι τίποτε δε χάνεται στη μεγάλη ροή.
Σκέφτομαι ακόμα τις μεγαλογράμματες χαράξεις σε μετόπες και τέμπλα.Σκέφτομαι το κοίλο.Σκιές χρόνου και γραμμάτων.Και ορίζοντες σκέφτομαι.Κι ότι αρπίζει.Και όσους κοίταξαν τα τοπία της γραφής.Πείραμα λευκού στο μαύρο κι αντίστροφα.Χρόνος και Έρως.Ιστορικότητα και ιστορημένο.Τον ιστό και το πλέγμα.Το φόντο.
Η αισθητική μας θέλει ένα φόντο να ακουμπήσει.Απ όταν ένας διάλογος είμαστε .Φεύγω από την «Προσωπογράφηση» για να ξαναγυρίσω .
Κοίταζα κάποτε πίσω από τη Μητρόπολη των Αθηνών σπουδαστές να αντιγράφουν να μελετούν αντιγράφοντας το εκκλησάκι-Γοργοεπήκοος λέγεται ; αν δε γελιέμαι – και με αυτή τους την προσήλωση με παρέσυραν να κοιτάζω προσεκτικότερα καθετί σ αυτή την πόλη όπου μας συνήθισαν να προσπερνάμε αδιάφοροι λες και το σήμερα παραμένει ένα αιώνιο τώρα σε κάθε απόρριψη. Το λεγόμενο χέρι της εκκοσμίκευσης η οικεία όψη το συνηθισμένο το ισοπεδωτικό τις μικρές εξάρσεις δε μετρά.
Εδώ είναι που θέλω να δω τη δύναμη εκείνη που διαπερνά τα πράγματα και γίνεται ποίηση.Γιατί είναι μια δύναμη που αδιαφορεί για ότι λένε οι γύρω για την ποίηση ,έχει για φόντο το χρόνο και πάνω εκεί αποτυπώνει το πρόσωπο της.Με ύλη από χρόνο λοιπόν με ιστορικότητα που είναι γνώση μαζί και έρευνα κατάδυση και ανάδυση μελέτη και αναστοχασμός.
Ναι αυτό είναι .Το άγαλμα ποίημα.
Να γυρίζει σαν δαχτυλίδι που δένει τη γη.Ακίνητο να χορεύει σαν πέτρινη φλόγα.

Ζωντανό σκοτάδι

Το εικαστικό είναι του Νεοκλή Κυριάκου για το «Ζωντανό σκοτάδι»

Ζωντανό σκοτάδι Νεοκλής Κυριακού Neolis Kyriacou

 

 

Σε σιδερένιες νύχτες
πάκτωσε θάνατος
τη ζωή
στάλαξε αίμα πόνος κατάβαθα
Με τέτοιες νύχτες υφάνθηκε
όλο το πέρασμα
Αιφνίδια κλωσμένοι μ αυτό
να μην το πιάνουμε
Γιατί είναι σκελετός του σπιτιού της ζωής
οπλισμένο σκυρόδεμα
ασβεστόπετρα βαθιά στο κόκαλο
χτίσιμο του απολύτου με υλικά αντοχής
ν αντέχουμε.
_Τα μαλλιά σου σαν νύχτα
σείστηκαν ζωντανό σκοτάδι.
***

αυτόγραφο

a9

Το χάος ένα μορτάκι καινούργιας κοπής
θηλυκό βάσανο μονοκοντυλιά χαράκτη

Η Ελλάδα κομματιάζεται εγώ κομμάτια για σένα
Ρόδο ώ κραυγή στο ιονισμένο τίποτα

Μας κοιτάτε Σας κοιτάμε
Ποιος χάνει Ποιος κερδίζει
Ποιόν αγαπώ;
-Μου υπαγορεύουν εαυτό
είμαι ένα προσχέδιο έχω δανεικά μυαλά
είμαι ψυχρός με μάτι καρχαρία
χελώνα στα νύχια αετού πάω ψηλά να πέσω
είμαι ένα σύνδρομο μια αντεπανάσταση στο πνεύμα
ένας θαλασσινός με σαβούρα για αντιστάθμισμα
Ρόδο ώ κραυγή στο ιονισμένο τίποτα
-υπάρχει η ανταλλαγή γαλήνης, Είναι να νιώθεις ηρεμία

δε βρίσκω άκρες Πόλη στα άκρα
τα πάλλευκα πόδια σου θεοδώρα
ο ήλιος δύει στα μάτια σου
εγώ εισδύω στον κάτω κόσμο
αυτόγραφο κορμί

Στο φως ανέβα

Σκοτεινό ρούχο απλωμένο
στο σύρμα
η νύχτα ανοίγει
ποτίζει σκοτάδι και άρωμα

εκατόφυλλο σκοτάδι
ρόδι ο χρόνος
σπάει
στα πορφυρά του αστέρια

Χέρι που ευλογεί την κατάρα τσακίζει
Νύχτα για θεούς

Νυχτερινό άλμπατρος

της κάθε μέρας χρόνο της κάθε νύχτας πόνο
από την αυγή να παίρνεις
για των ματιών τον πανικό και μόνο

με τραβάει η ποίηση του ιλίγγου
σα μαγνήτης
ποίηση που έκτιζε με κόπο
να κατοικήσει έρημο τόπο
πίστη που αντλούσε από πηγή
για να ποτίσει έρημη γη
σκιά αγάπης που μαζί της
μεγάλωνε την υπομονή της
στην κατανόηση του κόσμου
με πρόδινε ο εαυτός μου

όλος ο κότσυφας έγινε νύχτα
όλο το τραγούδι μια σιωπή
το όνειρο έγειρε πλευρό
και τώρα πλέει κόντρα καιρό
μέσα στης θάλασσας τα δίχτυα
και ορθώνεται σαν μουσική
τις κλίμακες της ανεβαίνει
κύμα το κύμα σε ξεκουφαίνει

παλιέ μου φίλε αγαπάω
που να ‘ναι η αγάπη για να πάω
παλιέ μου φίλε γεια χαρά σου
πετάω στα λευκά φτερά σου

το άλμπατρος κουβαλούσε στις φτερούγεςτου νύχτα πάσης πνοής