Εικόνες από μελάνι

Βόλτα στο αττικό φως
κι έγινε ένα με αυτό
συννεφιά πεύκο κι ελιά
γύρω γραμμές λόφων
έσμιγαν τη γραμμή του
-ορίζοντας
μες στο φουστάνι της Αθηνάς
το γυμνό σώμα της γραφής

ένας φτερωτός ήχος χάθηκε στο θάμνο

απλώνω σαν φύλλα τις λέξεις
στο λευκό τοίχο της σελίδας
μέχρι το περιθώριο
Δεν ξέρω άν γίνεται αυτό ”κάτι για τα μάτια”
ή κάτι για να μάς στεγάσει κάτω απ’ το φως

μιά στήλη σκόνης
κάθε που ανατέλλει χορεύει στο φως

φωτεινή κηλίδα
στο χωματένιο πάτωμα

μαύρες χάντρες κισσού-διϋλισμένος διόνυσος
αντίδοτο στη μέθη

μιά φτερούγα στέγη
το σπίτι πετά
χάρις στα μελάνια
τέχνης ασιανής

γιατί είναι αλλαγή στο βλέμμα
ιδεογράμματα που μάς βλέπουν
όσο κοιτάζουμε

καθώς πατώ ξερά φύλλα
λίγο πριν τη βροχή
τα πρώτα σταλάματα
κροτούν το επερχόμενο εμβατήριο
ένα μαρς χειμερινό στου Ιούνη το καταμεσήμερο
-ο ιβίσκος σβήνει ο πόθος ανάβει-
το αφήνω να με πάει απόμακρα

ΣΑΝ ΓΥΑΛΙ

Παίρνω μονοπάτι
στου γκρεμού την άκρη
ασημένιο φύλλο
κόβω να σου στείλω
να δεις ποιον έχεις φίλο

στέγνωσε το δάκρυ
σαν γυαλί στο μάτι
*

ΑΓΑΠΗ ΑΠΟ ΓΥΑΛΙ.Αγωνιώδες ναυάγιο στην κρύπτη.Ξύπνα βλέμμα, ξεμούδιασε πνεύμα, τεντώσου κορμί, σπίθιζε αίμα,τούτοι θέλουν να μας κοιμίσουν όρθιους..Η ζωή δεν υπακούει σε βιβλία.Δυνάμεις από το κέντρο της γης κι από το ακραίο σύμπαν δρουν, ενεργούν ακατάπαυστα βάθος η αλήθεια,πλάτος η ομορφιά.ύψος η θέληση.Θεοί ,όχημα της θνητότητας, ποιος θα σήκωνε τόσο θάνατο;Κοχύλια της αβύσσου,ποιήματα. Όταν έρχεται κανείς σε ρήξη με τα πάντα και σπάει κάθε δεσμό είναι η στιγμή που αλυσοδένεται ολόκληρος πάνω στην έκπτωση του,άβυσσος μέσα του στενάζει.Από την τάξη της αγάπης σύμφυτη σύζευξη,ότι είναι αμετάβλητο μεταβάλλεται ,ότι μεταβάλλεται είναι σταθερό στην αλλαγή. Δίφυλο όν ο άνθρωπος ,έκαστος ήμισυ όντος ως έμφυλος,ακεραίωση η αγάπη. Σωρεύω στα πόδια του μηδενός μηδαμινότητες,μια κουταλιά μέλι σφαγμένος ήλιος στο ρακοπότηρο.Έξοδος από το ζυγό του χρόνου. Το σύμπαν μας κλείνει το μάτι. Στο σκισμένο ρόδο σου ο βωμός της δικιάς μου θρησκείας.Δίφυλλη πόρτα με την κλειδαριά της,το ζεύγος των εραστών.Χωρίς ηλικία τοπίο χρόνου η ψυχή τρεμόσβηστο.Τρεμόσβηνε στ ακροδάχτυλα Μόλις την άγγιζες Μόλις την έβλεπες Ανεπαίσθητη φλόγα κεριού. Ανεπαίσθητη πεταλούδα νυχτερινή. Να γυροφέρνει. Φλόγα πεταλούδα Κίνδυνος να καεί, Κίνδυνος να σβήσει. Τότε ένοιωσες την ανάγκη να τακτοποιήσεις τα ατακτοποίητα Να κάνεις τον κατάλογο των πραγμάτων του χρόνου.Σαφές περίγραμμα του σπιτιού των σκιών Πως ζουν εκεί το θάνατο στο σπίτι των σκιών;

Στου amore το ανηφόριΣυνάντησα της Καλυψώς τα χείλη
Τα μάτια της πάνω στο κύμα οι φοινικιές είχαν χορό
Κι οι εντυπώσεις ήταν πρίμα και των κυμάτων βουητό
Μέσα απ του ανέμου το κοχύλι στης άνοιξης το μεσοφόρι
Σε κύκλωνε το ξεροβόρι στο βούτημα του φεγγαριού

Οι φοινικιές τρελοχορεύαν το κύμα άλλαζε πουκάμισα
Κι εσύ ντυνόσουν το φεγγάρι σκίρτησε σκοτεινό λαγκάδι
Η ρεματιά φωτίστηκε ένας υμένας σκίστηκε
Τη χλόη πλημμύρισε φωτιά.Πέτα αϊτέ Πέτα γυναίκα του αϊτού
Πέτρα γιαλού πρόκληση για το κύμα ο ήλιος κύλησε στις ιτιές.

Να αξιολογήσουμε Μέσα στο βάθος του εαυτού μαςΤη συνολική πραγματικότητα.Της ζωής το ταξίδι είναι Χωρίς γυρισμό, όμως Κι ο πόνος με τον τρόπο του την υπερασπίζεται.Έλα στο φως και σκότωσε με.Ζήσαμε στα σκοτάδια μην πεθάνουμε στα σκοτάδια.Κάποτε το ξόδι το έδινε η κοινότητα με σαφή εκτύλιξη της τελετής στηρικτικής σημασίας.Σήμερα οφείλουμε να επωμιστούμε αύτανδροι τούτο το καθήκον,πέρα από αθανασία και θάνατο,κάνω τις στάχτες αλισίβα με φύλλα καρυάς.

Κρυστάλλινες λάμες-σπασμένο γυαλί

Ιστορυ

Είδα καρέκλες ανάποδα,πέταξα και μια ράβδο στη γωνία,συνεπώς θα ρίχνει καρεκλοπόδαρα.Μολυβώνει η θάλασσα κι εμένα η ομορφιά σου με λιγώνει.Τριγωνίζεται ο κόσμος,τον ωραιώνει το τρίγωνο της αμαρτίας.

Χρειαζόμαστε τη λέξη να λέει, ο Σολωμός,δεν δεχόταν αμετάλλακτα τη δημοτική έκφραση, τη διέπλαθε ακούγοντας.
Τίποτε του δημιουργού δεν είναι ετοιμοπαράδοτο. Παραδίδει πλούτο γλωσσικό ποιητικό νεοφανή όπως τα ζητάει το γιαταγάνι που κόβει λαιμούς στεριάς και του πελάγου.Κλείνεις τα μάτια σ’ αυτά δεν αντέχεις το τραγικό; Μα η αττική είναι όλη τραγωδία,δέχομαι την παράδοση και γίνομαι δόσις από τα ψίχουλα του Ομήρου.

Στου Ομήρου τα πισωπατήματα δονούνται σήμαντρα.

Η Κλυταιμνήστρα στρώνει του Αγαμέμνονα χαλί κόκκινο να εισέλθει στο Μέγαρο,και αμέσως στο λουτρό, μόλις τον τυλίξει με το μανδύα χωρίς μανίκια μπήγοντάς του μαχαίρι αμάνικο ,γίνονται τα πάντα πορφυρά.
Σο Εν ταύροις,το ξεσταύρι του,είναι όλο ταυρομαχίες και ντουέντε,με μαύρο ήχο σαν του λαγού το αίμα : «κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι … μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, οπού η σπίθα έγγιζε..» .Της Ζάκυθος Γυναίκα, Φόνισσα κι αυτή.
Έτσι έμαθε ελληνικά και έγραψε ο γενάρχης ποιητής, απ’ την αρχή.

Άν δεν κοιτάξεις την Ελλάδα σου,ποίηση δεν έχει,μήτε λογοτεχνία και να την κοιτάξεις με το αλλόκοτο της πάτημα σαν λοξίας απ’ τα παλιά.Δεν φτάνουν οι χρησμοί,έργο θέλει αγάπης, που με σταμάτησε με το αδιόρατο χέρι της μια μέρα στα Π. δείχνοντάς μου το αόρατο μονοπάτι.Μια αυλακιά φως άστραψε στο άβατο.
Ιερό και βέβηλο ,δίνουν τον τόπο του χαμού, και το σωτήριο μύθευμα είναι αυτό.Καρυκεύματα στης Κυριακής τ’ απογέματα, αλατάκι στις ουλές των ψυχών μια ψίχα σταρίσιο σαν όστια.
Όποιος κολακεύει κάτι έχει στο νου του,είπε,η απολυταρχία του έρωτα είναι αρχετυπική.

***
Κοιτώντας τη βροχή κοιτώνες στην ομίχλη.

Όταν τα φιλιά έρχονται με σταφύλια στα μαλλιά
πίνοντας κρασί στ αμπέλια κι όλα μέλια
και των χειλιών η αμέλεια καμέλια
σβήσε το κερί έλα γι αγάπη.
Συνουσία ουσία συνοδεύει την ύπαρξη
σαν σκιά της.Έλα να σου ανάψω τις καμέλιες
της σκοτεινής σου ψυής, σε κυπριακό ιδίωμα,
μια στάλα ψυχή τη χρειάζεται η ζωή να μας βγάλει πέρα.
Η νύχτα που έστρωσε το μαύρο της χαλί,
μαζί σου έφυγε σαν τη λόγχισε η μέρα.
Της μέρας λόγε,ώ λόγε ,οδοιπόρε για τα Σούσα.
Θλίψη έμπαινε στα κατώφλια κι εγώ χαρμάνης για βουνά
σαν μ’ έκοβε η αγάπη σπασμένο γυαλί.
Και ήμουν, μου έδινε προοπτική η ηθική της μέριμνας.

Βγαίνοντας από την κρύα πηγή, μετά το γρήγορο βούτηγμα,
σε λίγο δεν μένει τίποτε πάνω σου παρά η κάθαρση,έτσι βγαίνει κι ο αναγνώστης απ το βούτημα σ’ ένα δύσκολο βιβλίο καθαρμένος κι απαλλαγμένος από τα λέπια της αμάθειας.

Μ’ έκοβε η αγάπη σπασμένο γυαλί
θλίψη έμπαινε στα κατώφλια
έκανε λίμνες στις αυλές
κύκλους κάτω απ τα μάτια
κι εκεί στο σύδεντρο
είχαμε εναποθέσει κάθε μας ελπίδα,
η μαλακή σκιά του καθώς μας δρόσιζε
έκανε μέσα μας γλυκό να κυλάει το σάλιο,
καθώς μας σκάλιζε η επιθυμία τα σπλάχνα.

Μάντευες πως κάτι που ορεγόμασταν…. Ώ γυαλί και ω νάρκη.