Είδα καρέκλες ανάποδα,πέταξα και μια ράβδο στη γωνία,συνεπώς θα ρίχνει καρεκλοπόδαρα.Μολυβώνει η θάλασσα κι εμένα η ομορφιά σου με λιγώνει.Τριγωνίζεται ο κόσμος,τον ωραιώνει το τρίγωνο της αμαρτίας.
Χρειαζόμαστε τη λέξη να λέει, ο Σολωμός,δεν δεχόταν αμετάλλακτα τη δημοτική έκφραση, τη διέπλαθε ακούγοντας.
Τίποτε του δημιουργού δεν είναι ετοιμοπαράδοτο. Παραδίδει πλούτο γλωσσικό ποιητικό νεοφανή όπως τα ζητάει το γιαταγάνι που κόβει λαιμούς στεριάς και του πελάγου.Κλείνεις τα μάτια σ’ αυτά δεν αντέχεις το τραγικό; Μα η αττική είναι όλη τραγωδία,δέχομαι την παράδοση και γίνομαι δόσις από τα ψίχουλα του Ομήρου.
Στου Ομήρου τα πισωπατήματα δονούνται σήμαντρα.
Η Κλυταιμνήστρα στρώνει του Αγαμέμνονα χαλί κόκκινο να εισέλθει στο Μέγαρο,και αμέσως στο λουτρό, μόλις τον τυλίξει με το μανδύα χωρίς μανίκια μπήγοντάς του μαχαίρι αμάνικο ,γίνονται τα πάντα πορφυρά.
Σο Εν ταύροις,το ξεσταύρι του,είναι όλο ταυρομαχίες και ντουέντε,με μαύρο ήχο σαν του λαγού το αίμα : «κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι … μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, οπού η σπίθα έγγιζε..» .Της Ζάκυθος Γυναίκα, Φόνισσα κι αυτή.
Έτσι έμαθε ελληνικά και έγραψε ο γενάρχης ποιητής, απ’ την αρχή.
Άν δεν κοιτάξεις την Ελλάδα σου,ποίηση δεν έχει,μήτε λογοτεχνία και να την κοιτάξεις με το αλλόκοτο της πάτημα σαν λοξίας απ’ τα παλιά.Δεν φτάνουν οι χρησμοί,έργο θέλει αγάπης, που με σταμάτησε με το αδιόρατο χέρι της μια μέρα στα Π. δείχνοντάς μου το αόρατο μονοπάτι.Μια αυλακιά φως άστραψε στο άβατο.
Ιερό και βέβηλο ,δίνουν τον τόπο του χαμού, και το σωτήριο μύθευμα είναι αυτό.Καρυκεύματα στης Κυριακής τ’ απογέματα, αλατάκι στις ουλές των ψυχών μια ψίχα σταρίσιο σαν όστια.
Όποιος κολακεύει κάτι έχει στο νου του,είπε,η απολυταρχία του έρωτα είναι αρχετυπική.
***
Κοιτώντας τη βροχή κοιτώνες στην ομίχλη.
Όταν τα φιλιά έρχονται με σταφύλια στα μαλλιά
πίνοντας κρασί στ αμπέλια κι όλα μέλια
και των χειλιών η αμέλεια καμέλια
σβήσε το κερί έλα γι αγάπη.
Συνουσία ουσία συνοδεύει την ύπαρξη
σαν σκιά της.Έλα να σου ανάψω τις καμέλιες
της σκοτεινής σου ψυής, σε κυπριακό ιδίωμα,
μια στάλα ψυχή τη χρειάζεται η ζωή να μας βγάλει πέρα.
Η νύχτα που έστρωσε το μαύρο της χαλί,
μαζί σου έφυγε σαν τη λόγχισε η μέρα.
Της μέρας λόγε,ώ λόγε ,οδοιπόρε για τα Σούσα.
Θλίψη έμπαινε στα κατώφλια κι εγώ χαρμάνης για βουνά
σαν μ’ έκοβε η αγάπη σπασμένο γυαλί.
Και ήμουν, μου έδινε προοπτική η ηθική της μέριμνας.
Βγαίνοντας από την κρύα πηγή, μετά το γρήγορο βούτηγμα,
σε λίγο δεν μένει τίποτε πάνω σου παρά η κάθαρση,έτσι βγαίνει κι ο αναγνώστης απ το βούτημα σ’ ένα δύσκολο βιβλίο καθαρμένος κι απαλλαγμένος από τα λέπια της αμάθειας.
Μ’ έκοβε η αγάπη σπασμένο γυαλί
θλίψη έμπαινε στα κατώφλια
έκανε λίμνες στις αυλές
κύκλους κάτω απ τα μάτια
κι εκεί στο σύδεντρο
είχαμε εναποθέσει κάθε μας ελπίδα,
η μαλακή σκιά του καθώς μας δρόσιζε
έκανε μέσα μας γλυκό να κυλάει το σάλιο,
καθώς μας σκάλιζε η επιθυμία τα σπλάχνα.
Μάντευες πως κάτι που ορεγόμασταν…. Ώ γυαλί και ω νάρκη.